Φτάσαμε αισίως μερικά βήματα και από το φετινό χριστουγεννιάτικο πανηγυράκι. Ευχές, δώρα (κυρίως δώρα), και χαρούμενες μασκαράτες, από αυτές που νομίζεις ότι έχουν παραγγελθεί εκ των προτέρων για να πλαισιώσουν την περίσταση.
Στο όνομα του Χριστού γίναν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου προτότυπη για τα ανθρώπινα δεδομένα η ισοπέδωση της επετείου της γεννησής του.
Κατ εμέ όλα ξεκινάνε από το γεγονός πως η θρησκεία δεν πληρεί πλέον τις προϋποθέσεις για να εντρυφήσει στον άνθρωπο την ελπίδα. Βέβαια, κάθε μέρα που ο ήλιος ανατέλλει θεωρητικά όλα μπορούν να πάνε καλύτερα αλλά πέρα από την ανάγκη του ανθρώπου να μην κατθλίβεται, δεν βλέπω που έχει βάση αυτό. Κάθε μέρα είναι καλή για το καλύτερο και το χειρότερο, επομένως η ελπίδα συμπορεύεται με την απελπισία σε ένα ματς που κανείς δεν ξέρει πότε θα σφυρίξει την λήξη το κοράκι (ο θεός στις διάφορες εκδοχές του, η φύση, το σύμπαν, I don’t know). Αν είσαι σε θέση να το αντιμετωπίσεις με επάρκεια και αξιοπρέπεια τότε η αισιοδοξία είναι απλά το άλλοθι της υπεκφυγής στην αναζήτηση λύσεων.
Όμως, η θρησκεία ως ανθρώπινο κατασκεύασμα θα μπορούσε την διαλεκτική της αγάπης, αν όχι να την επιβάλει, τουλάχιστον να παλεύει κάθε λεπτό και κάθε στιγμή ώστε να την ισχυροποιήσει. Εκεί είναι δυστυχώς που χωλαίνει το πράγμα. Στην κοινωνία της πληροφορίας (ή και της υπερπληροφόρησης) μια ματιά στα ποτισμένα με αίμα κατορθώματα των θρησκειών και κοιτώντας τον καταγάλανο ουρανό η έμφυτη ελπίδα συναντά την έμφυτη απελπισία. Η θρησκεία συνεχίζει να κατέχει την ρυθμιστική και ηθικολογική της αξία, όμως τα ανθρώπινα πεπραγμένα την καθιστούν ολοένα πιο αδύναμη.
Φτάνοντας στα Χριστούγεννα, η αδυναμία είναι περισσότερο από ενοχλητική. Γιόρταζε κόσμε. Επειδή ο γιος του θεανθρώπου έφερε την ελπίδα. Και μαζί κατανάλωσε. Δεν μας έχουν δείξει ακόμα την Παναγία με ένα μπιπερό Κόκα – Καριόλα μέσα στον Αχυρώνα, αλλά είναι δεδομένο πως το παραμύθι του Άη Βασίλη είναι η εκατολογική ονείρωξη κάθε φοιτητή του μάρκετινγκ. Μια κάπα, ένας σάκος, ένας σκούφορς (όχι απαραίτητα κόκκινα – πολύχρωμα όπως πλέον και τα Πασχαλινά αυγά) και από λαγουδάκι του Πλεϊμπόι και Πανάθα μασκότ μέχρι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που μοιράζει σοκ και δέος στους κάθε λογής τρομοκράτες. Μόνο ο Μπιν Λάντεν δεν έχει ντυθεί Άη Βασίλης αν και πληρεί κάποιες προϋποθέσεις (σκούφος – μούσι).
Διέξοδος... Καμία. Όλοι είμαστε ενταγμένοι μέσα σε κοινωνικές δομές. Είναι δύσκολο για τον κάθενα να ξεκινήσει την δική του επανάσταση. Όταν είναι Σάββατο βράδυ, λες όλοι είναι έξω (που δεν είναι αλλά η μαζική συσπείρωση των μονάδων επιτυγχάνεται μέσω του μηδενισμού του ατόμου) εγώ γιατί όχι? Θα ταν ποτέ δυνατόν να μείνεις τελείως ανεπηρέαστος από το κλίμα... Μόνο αν ήσουν μοναχός ή αν είχες τσακωθεί με όλο τον κόσμο. Αλλά ακόμα και τότε η φτιασιδωμένη αγάπη θα ξεχειλίσει και θα σε συνεπάρει στην μάζα. Το πλούσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι των φτωχών εργαζομένων του Σκρούτζ ουδείς μας λέει αν εξακολουθεί να είναι πλούσιο και μετά τις γιορτές.
Για αυτό και το Πάσχα και την 25η Μαρτίου και το Halloween και τα χριστούγεννα το μόνο παραμύθι που με συγκινεί είναι το κοριτσάκι με τα σπίρτα.. Ούτε ωραιοποιεί όυτε παραμυθιάζει. Παρά μόνο λέει όλη την γαμημένη αλήθεια. Όσο καλά (ή κακά) και αν πηγαίνουν τα πράγματα για μας πάντα υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Και η ελπίδα η δικιά μας για την ζωή δεν συναγωνίζεται ούτε στο ελάχιστο την δική τους απελπισία. Και η μόνη λύση είναι να πάψουμε να κοιτάμε την πάρτη μας και να σκύψουμε στους γύρω μας. Και αυτό είναι ένα παραμύθι που διαβάζεται 365 μέρες τον χρόνο.
... "The Christmas lights rose higher and higher, till they looked to her like the stars in the sky. Then she saw a star fall, leaving behind it a bright streak of fire. “Someone is dying,” thought the little girl, for her old grandmother, the only one who had ever loved her, and who was now dead, had told her that when a star falls, a soul was going up to God.
She again rubbed a match on the wall, and the light shone round her; in the brightness stood her old grandmother, clear and shining, yet mild and loving in her appearance. “Grandmother,” cried the little one, “O take me with you; I know you will go away when the match burns out; you will vanish like the warm stove, the roast goose, and the large, glorious Christmas-tree.” And she made haste to light the whole bundle of matches, for she wished to keep her grandmother there. And the matches glowed with a light that was brighter than the noon-day, and her grandmother had never appeared so large or so beautiful. She took the little girl in her arms, and they both flew upwards in brightness and joy far above the earth, where there was neither cold nor hunger nor pain, for they were with God"...
The little match-seller (1846) Hans Kristian Andersen
http://hca.gilead.org.il/li_match.html
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment